- διαλογιστέον
- διαλογ-ιστέον,A one must calculate, Sor.1.96.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαλογιστέον — one must calculate masc acc sg διαλογιστέον one must calculate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)